- τριπλασίου
- τριπλάσιοςthrice as manymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TRIPLEX — Graece Τριπλάσιος, cognomen Mithrae, summi apud veteres Persas Dei, quos τὰ μνημόσυνα τȏυ τριπλασίου Μίθρου, memoriale sacrum Triplicis Mithrae, adeoque hôc ipsô cognomine praecipue eum coluisse, legimus apud Dionysium vulgari epitherô… … Hofmann J. Lexicon universale
τριπλασιότης — ητος, ἡ, Α [τριπλάσιος] η ιδιότητα τού τριπλάσιου, το να είναι κάτι τρεις φοές μεγαλύτερο ή περισσότερο από κάτι άλλο … Dictionary of Greek